- ωτοακαρίαση
- η, Ν(κτην.) βλ. ωτοακαρίωση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωτοακαρίωση — και ωτοακαρίαση, η, Ν (κτην.) παρασιτική νόσος τού σκύλου και τής γάτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. otacariose (< οὖς*, ὠτός «αφτί» + άκαρι + κατάλ. ωση*)] … Dictionary of Greek